- μέτριος
- -α, -ο (ΑΜ μέτριος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος, αιολ.τ. μέτερρος)1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων ἐλάσσονας ἀνδρῶν», Ηρόδ.)2. αυτός που η αξία του είναι η συνηθισμένη, κοινός («μετρία δ' αὖ ἐσθῆτι καὶ εἰς τὸν νῡν τρόπον πρῶτοι Λακεδαιμόνιοι ἐχρήσαντο», Θουκ.3. το ουδ. ως ουσ. το μέτριο(ν)η μετριότητανεοελλ.1. μτφ. αυτός τού οποίου η αξία ή η ποιότητα είναι κατώτερη τού κοινού μέτρου, ασήμαντος, δευτερεύων, κατώτερος2. (για ρόφημα καφέ) αυτός που έχει παρασκευαστεί με μέτρια ποσότητα ζάχαρης και καφέ, σε αντιδιαστολή προς τον ελαφρύ και τον γλυκύ3. το ουδ. ως ουσ. (λογ.) ο δεύτερος τρόπος τού κατηγορικού συλλογισμού δευτέρου σχήματοςμσν.-αρχ.1. σεμνός, μετριόφρων, ταπεινόφρων («μέτριον νῡν ἔπος εὔχου», Αισχύλ)2. μετριοπαθής, εγκρατής («σώφρων καὶ μέτριος πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν», Αισχίν.)3. λιγοστός4. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέτριοςο φτωχόςαρχ.1. αυτός που δείχνει επιείκεια2. αυτός που μπορεί να τόν υπομείνει κάποιος, υποφερτός («ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἶς μὴ μέτριος αἰών», Σοφ.)3. ο πράος, ο ήπιος, ο μαλακός, ο μη τυραννικός («καὶ ἧσσον ἡμῶν πρὸς τοὺς ὑπηκόους μετρίοις οὖσι», Θουκ.)4. δίκαιος, ενάρετος («οἷον ἔστι μέτριος καὶ φιλάνθρωπός τις ἡμῶν καὶ πολλούς ἐλεῶν», Δημοσθ.)5. ανάλογος, κατάλληλος, αρμόδιος, ταιριαστός («μισθὸς σώφροσι μέτριος», Πλάτ.)6. αρκετός («ἱππέας μοι προσθεὶς ὁπόσοι δοκοῡσι μέτριοι εἶναι», Ξεν.)7. αυτός πού έχει μέτρια υγεία8. το αρσ. ως ουσ.α) συνηθισμένος άνθρωπος, κοινός θνητόςβ) αξιοσέβαστος άνθρωπος9. το ουδ. ως ουσ. τὸ μέτριονα) ο μέσος όρος («ὁμολογεῑται τὸ μέτριον ἄριστον καὶ τὸ μέσον», Αριστοτ.)β) το μη υπερβολικό, το πρέπον10. φρ. α) «ἐπὶ τοῑς μετρίοις» — με όχι υπερβολικούς, με υποφερτούς όρουςβ) «μέτριόν έστι»(με απρμφ.) είναι αρκετό να...επίρρ...μετρίως και μέτρια (ΑΜ μετρίως, Α και μέτριον και μέτρια)ούτε πολύ, ούτε λίγο, μέσα στα όρια, όσο πρέπει, με μέτρο, όχι υπερβολικάνεοελλ.(στη σχολική βαθμολογία) αξιολόγηση κατά την οποία ο μαθητής βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τη βάσημσν.1. πολύ2. με φρόνηση, συνετά3. φρ. «οὐ μετρίως» — πάρα πολύ, υπερβολικάμσν.-αρχ.1. αρκετά, ικανοποιητικά2. με μετριοφροσύνη, κόσμιααρχ.1. (με το ρ. ἔχω) σε περιουσιακή κατάσταση μέτρια, όχι αρκετά, όχι ικανοποιητικά («πολλοὶ δὲ μετρίως ἔχοντες τοῡ βίου εὐτυχέες», Ηρόδ.)2. (για συνθήκη, συμφιλίωση κ.λπ.) ευνοϊκά, με καλούς όρους3. πολύ καλά, αρκετά καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κατάλ. -ιος. Το επίθ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε με καλή σημ. για να χαρακτηρίσει αυτόν που τηρεί, που ανταποκρίνεται στο μέτρο (πρβλ. σώφρων, φιλάνθρωπος), ενώ μεταγενέστερα η λ. κατέληξε να σημαίνει αυτόν τού οποίου η αξία είναι κατώτερη του κοινού μέτρου, τον ασήμαντο, τον κατώτερο (πρβλ. μετριότητα)].
Dictionary of Greek. 2013.